πάμμικτος

πάμμικτος
πάμμικτος και πάμμεικτος, -ον (Α)
παμμιγής* («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + μικτός (< μ[ε]ιγνυμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάμμικτον — πάμμικτος masc/fem acc sg πάμμικτος neut nom/voc/acc sg παμμιγής mixed of all sorts masc/fem acc sg παμμιγής mixed of all sorts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμίκτου — πάμμικτος masc/fem/neut gen sg παμμιγής mixed of all sorts masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμίκτων — πάμμικτος masc/fem/neut gen pl παμμιγής mixed of all sorts masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμίκτῳ — πάμμικτος masc/fem/neut dat sg παμμιγής mixed of all sorts masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμμικτοι — πάμμικτος masc/fem nom/voc pl παμμιγής mixed of all sorts masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”